- σκυτεῖον
- σκῡτ-εῖον, τό,A shoemaker's workshop, Hp. Epid.4.20, Teles p.46 H., Vit.Hom.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκυτεῖον — shoemaker s workshop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτείον — τὸ, Α [σκυτεύς] το εργαστήρι τού σκυτέως, το υποδηματοποιείο, το τσαγκαράδικο … Dictionary of Greek
σκυτείῳ — σκυτεῖον shoemaker s workshop neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέσσυμπτον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σκυτεῑον» … Dictionary of Greek